- πετάσσας
- πετάσσᾱς , πετάννυμιflyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)πετάσσᾱς , πετάζωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek
καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… … Dictionary of Greek
υποπετάννυμι — Α 1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek